Η Διαθήκη του Χριστόδουλου Ευθυμίου

Δέκα μήνες πριν αποβιώσει, την Πέμπτη 20 Ιουλίου 1846, ο Χριστόδουλος Ευθυμίου ολοκληρώνει και υπογράφει τη Διαθήκη του. Στη Διαθήκη του περιλαμβάνονται και τα δύο κληροδοτήματα για την ιδιαίτερη Πατρίδα του τα Ιωάννινα:

• Το Κληροδότημα για την «εκπαίδευσιν δύο χρηστών νέων συμπατριωτών μου Ιωαννιτών, ή εν ελλείψει αυτών, δύο χρηστών νέων εκ της πέριξ των Ιωαννίνων μερών». Το προικοδότησε με το ποσό των 30.000 δραχμών κατατεθειμένα στην Τράπεζα, με εντολή το ποσόνα μένει άθικτο και μόνο οι τόκοι του να διατίθενται για την εκπαίδευση των δύο νέων.

• Το Κληροδότημα για «να υπανδρεύουν κατ΄έτος εν πτωχόν κοράσιον εις Πατρίδα μου εις Ιωάννινα αφιλοπροσώπως και ουχί χατηρικώς» οι Επίτροποι της Εκκλησίας του Αγίου Νικολάου (Αγοράς) από τους τόκους ποσού 7.000 δρχ. κατατεθειμένο στην Τράπεζα και παραμένον άθικτο.

Διορίζει εκτελεστές της Διαθήκης «…τους κυρίους Γεώργιον Σταύρου (τον ιδρυτή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος), Αλέξιον Πάλλην, Λέοντα Μελάν, Ανδρέαν Καμπατήν, Πέτρον Μανοβάρδα» και αφήνει «εις ένα έκαστον αυτών ανά διακοσίας πεντήκοντα δραχμάς και τούτο δια τους κόπους όπου θέλει δοκιμάσουν δια εμέ και τους παρακαλώ να μη αποβλέψουν εις την σμικρότητα του προσφερομένου αλλ΄εις την καρδίαν του προσφέροντος».

Στην ακροτελεύτια παράγραφο της Διαθήκης ο Χριστόδουλος Ευθυμίου γράφει: «Νομίζω ότι έπραξα το καλόν ως συγγενής και ως τέκνον της ανατολικής ορθοδόξου εκκλησίας και ως τέκνον της πολλά αγαπητούς άνδρας γεννησάσης πατρίδος μου Ιωάννινα και τέλος πάντων ως Έλλην· εύχομαι δε οι εκτελεσταί της παρούσης διαθήκης μου να μη παραβούν ούτε κεραίαν αυτής».